- δενδραῖος
- δενδρ-αῖος, α, ον,A produced by trees, ἐέρση tree-honey, Nonn.D.26.198.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δενδραίος — δενδραῑος, α, ον (Α) [δένδρον] όποιος παράγεται ή προέρχεται από δένδρο … Dictionary of Greek
δενδραίην — δενδραῖος produced by trees fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek